μεταβλητικον

μεταβλητικον
    μεταβλητικόν
    μετα-βλητικόν
    τό
    1) Plat. = μετκβλητική
    2) (sc. αἴτιον) причина изменения
    

(τὸ μ. τοῦ μεταβάλλοντος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεταβλητικον" в других словарях:

  • μεταβλητικόν — μεταβλητικός for masc acc sg μεταβλητικός for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»